μαστιγουμένη

μαστιγουμένη
μαστῑγουμένη , μαστιγόω
whip
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
μαστῑγουμένη , μαστιγόω
whip
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πομπηία — Αρχαία πόλη της Ιταλίας στην Καμπανία, στους πρόποδες του Βεζούβιου, 25 χλμ. από τη Νάπολη. Οσκικής καταγωγής, η Π. υποτάχτηκε στους Ετρούσκους, στους Έλληνες και τέλος στους Σαμνίτες, οι οποίοι την επεξέτειναν σημαντικά. Μετά τους Σαμνιτικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”